- πράξιμος
- -ον, Α [πρᾱξις]1. (για χρήματα) αυτός που μπορεί να τόν εισπράξει κανείς2. (για πρόσ.) αυτός που υπόκειται σε κατάσχεση3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πράξιμαπρακτικοί σκοποί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πράξιμον — πράξιμος recoverable masc/fem acc sg πράξιμος recoverable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)